- ντεμιρτζής
- και ντεμερτζής, οβλ. δεμιρτζής.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. demir-ci.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δεμιρτζής — και ντεμιρτζής, ο σιδεράς, σιδηρουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. demirci] … Dictionary of Greek
ντεμερτζής — ο βλ. ντεμιρτζής … Dictionary of Greek